- τετραγωνικός
- -ή, -ό / τετραγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [τετράγωνος]αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνοςνεοελλ.1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα»)2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα τροχιακά ενός ατόμου, ένα s και τρία p ή και κάποτε και d3. το ουδ. ως ουσ. το τετραγωνικότετράγωνο τμήμα επιφάνειας που κάθε πλευρά του έχει μήκος ένα μέτρο4. φρ. α) «τετραγωνική ρίζα τού αριθμού α»μαθημ. ο αριθμός ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του δίνει τον α («τετραγωνική ρίζα τού 9 είναι ο αριθμός 3»)β) «τετραγωνική εξίσωση»μαθημ. εξίσωση δευτέρου βαθμούγ) «μέση τετραγωνική ταχύτητα»φυσ. η μέση ταχύτητα ενός συστήματος κινούμενων σωματιδίων η οποία ορίζεται έτσι ώστε το τετράγωνό της να είναι ίσο προς τον μέσο όρο τών τετραγώνων τών επιμέρους ταχυτήτων τών σωματιδίων και η οποία προσδιορίζει τη θερμοκρασία τουδ) «τετραγωνικό σύστημα»(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα κρυσταλλικό στερεόε) «τετραγωνικό μυαλό» — λογικός και θετικός άνθρωπος.επίρρ...τετραγωνικώς / τετραγωνικῶς, ΝΜΑ, και τετραγωνικά Νμε τετραγωνικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.